ακάλτσωτος

ακάλτσωτος
ακάλτσωτος, -η, -ο και άκαλτσος, -η, -ο
1. αυτός που δε φορεί κάλτσες, ο ξεκάλτσωτος: Βάζει τα παπούτσια του ακάλτσωτος.
2. (για πουλιά), αυτός που δεν έχει φτερά στα πόδια: Ο κόκορας αυτός είναι ακάλτσωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» …   Dictionary of Greek

  • άκαλτσος — η, ο ο ακάλτσωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”